VIII.I. Λατρεια – Μια Μεταβαλλομενη Εννοια
Οι θεϊστικές θρησκείες –με τον παραδοσιακό Χριστιανισμό να συμπεριλαμβάνεται σ’ αυτές– επισυνάπτουν μια σπουδαιότητα στη λατρεία, η οποία συνιστά μια τυποποιημένη έκφραση σεβασμού και ευλάβειας απέναντι σε μια θεότητα· επίσης, δίνεται σπουδαιότητα στην ταπεινοφροσύνη, την υποταγή σ’ αυτή τη θεότητα, την προσευχή (επικοινωνία με τη θεότητα), τις δοξολογίες και τις ευχαριστίες για τα ωφελήματά της. (Παλαιότερες αρχές της λατρείας περιλαμβάνουν επίσης τη θυσία –ζώου ή ανθρώπου– και πράξεις εξευμενισμού μιας εκδικητικής ή ζηλόφθονης θεότητας. Ωστόσο, οι έννοιες της λατρείας έχουν αλλάξει και οι παλαιότερες μορφές της λατρείας, που κάποτε θεωρούνταν απολύτως απαραίτητες, σήμερα θα θεωρούνταν παράνομες. Η ιδέα της λατρείας αλλάζει στους καιρούς μας, τόσο μέσα στις παραδοσιακές Εκκλησίες όσο και μεταξύ των νέων κινημάτων.) Η παραδοσιακή αρχή της λατρείας είναι γενικά συσχετισμένη με την αξίωση της ύπαρξης μιας θεότητας (ή θεοτήτων) ή μιας προσωπικότητας η οποία αποτελεί το αντικείμενο λατρευτικών συμπεριφορών και πράξεων. Αυτός ο ορισμός της λατρείας, ο οποίος συνάδει μ’ εκείνους που χρησιμοποιήθηκαν σε πρόσφατες δικαστικές περιπτώσεις στην Αγγλία, βασίζεται στενά στο μοντέλο της ιστορικής ιουδαιο-χριστιανικο-ισλαμικής πρακτικής. Όπως καθιστά σαφές η εμπειρική μαρτυρία, ωστόσο, η λατρεία υπό αυτή την έννοια δε συμβαίνει σε όλες τις θρησκείες και όπου συμβαίνει εκδηλώνει σημαντικές παραλλαγές, μερικές από τις οποίες παρουσιάζονται ως παραδείγματα παρακάτω.
VIΙΙ.II. Ποικιλιεσ στη Λατρεια – Ο Θεραβαντα Βουδισμοσ
Πρώτη: Ο Θεραβάντα Βουδισμός –στην καθαρή του μορφή– και μερικές άλλες θρησκείες επιβεβαιώνουν την ύπαρξη, όχι μιας υπέρτατης θεότητας, αλλά ενός απόλυτου νόμου ή αρχής που δεν απαιτεί, ούτε εξαρτάται από την ευλάβεια, τη δοξολογία ή τη λατρεία των πιστών. Είναι γενικά αποδεκτό ότι μια θεότητα δεν είναι εκ των ων ουκ άνευ σε μια θρησκεία, επομένως –αν είναι να διατηρήσουμε αυτή την έννοια– πρέπει να υιοθετήσουμε έναν ορισμό για τη λατρεία που να είναι ευρύτερος απ’ αυτόν που υπαγορεύεται από τη χριστιανική παράδοση.
VIΙΙ.III. Ποικιλιεσ στη Λατρεια – Νιτσιρεν Βουδισμοσ
Δεύτερη: υπάρχουν θρησκευτικά κινήματα, που βρίσκονται, για παράδειγμα, στον Νιτσίρεν Βουδισμό, που αρνούνται τα υπέρτατα όντα, αλλά τα οποία απαιτούν τη λατρεία ενός αντικειμένου. Οι βουδιστές Σόκα Γκακάι, ένα κίνημα που έχει περί τα 15 εκατομμύρια πιστούς, με περίπου έξι χιλιάδες απ’ αυτούς στη Βρετανία, λατρεύει το Γκοχονζόν, ένα μαντάλα στο οποίο απεικονίζονται τα ζωτικά σύμβολα ή τα στοιχεία που συνθέτουν την υπέρτατη αλήθεια. Σε αντάλλαγμα της λατρείας του Γκοχονζόν, αυτοί οι βουδιστές περιμένουν ευλογία απ’ αυτό. Έτσι, κάτι που μοιάζει με την έννοια της λατρείας, όπως αυτή γίνεται αντιληπτή στα κείμενα του Χριστιανισμού, μπορεί να υπάρχει ακόμα και όταν απορρίπτεται ρητά η ύπαρξη ενός υπέρτατου όντος.
VIΙΙ.IV. Ποικιλιεσ στη Λατρεια – Οι Κουακεροι
Τρίτη: ακόμα και μέσα στα πλαίσια της ευρείας χριστιανικής παράδοσης, οι εκδηλώσεις ευλάβειας και ταπεινοφροσύνης δε χρειάζεται να υποδηλώνουν συγκεκριμένες μορφές συμπεριφοράς, όπως αυτές που τηρούνται στις λειτουργίες των Ορθοδόξων, των Ρωμαιοκαθολικών ή της Υψηλής Αγγλικανικής Εκκλησίας, στις οποίες οι πιστοί μπορεί να υποκλίνονται, να γονατίζουν ή να σέρνονται στο έδαφος, αναφωνώντας λέξεις λατρείας, ευχαριστίας, ευλογίας και αναζητώντας, μέσω της ικεσίας, ευλογίες ως αντάλλαγμα. Μέσα στον Χριστιανισμό υπάρχουν πολλά κινήματα τα οποία ακολουθούν διαφορετικές πρακτικές: οι κουάκεροι παρέχουν ένα σχετικό παράδειγμα. Οι κουάκεροι συναθροίζονται με ένα πνεύμα ευλάβειας, αλλά δεν ασχολούνται με επίσημες πράξεις λατρείας, όπως ένα σύνολο προκαθορισμένων ή αυτοσχέδιων προσευχών, ύμνων ή ψαλμωδιών. Πολλές φορές διεξάγουν όλη τους τη συνάντηση σιωπηλοί.
VIII.V. Ποικιλιεσ στη Λατρεια – Χριστιανικη Επιστημη
Τέταρτη: μέσα στον Χριστιανισμό έχει υπάρξει μια τάση, τόσο στις παλαιότερα εδραιωμένες Εκκλησίες όσο και σε διάφορες από τις σχετικά νεοεμφανιζόμενες ομάδες, να εκφράζεται η έννοια του Θεού με όλο και πιο αφηρημένους όρους. Αφότου ορισμένοι σύγχρονοι θεολόγοι επαναπροσδιόρισαν τις έννοιες του Θεού, εξαλείφοντας, σε πολλές περιπτώσεις, την ιδέα του Θεού ως άτομο (βλέπε πιο πάνω, παράγραφο IV.III.), οι παλαιότερες αντιλήψεις περί λατρείας φαίνονται σε μερικούς ως αναχρονιστικές. Σφυγμομετρήσεις αποκαλύπτουν ότι υπάρχει ένα σταθερά αυξανόμενο ποσοστό ανθρώπων που πιστεύουν στον Θεό χωρίς να πιστεύουν, ωστόσο, ότι πρόκειται για κάποιο πρόσωπο· αντ’ αυτού, υποστηρίζουν ότι ο Θεός είναι μια δύναμη. Σε νεοεμφανιζόμενα θρησκευτικά κινήματα, υπάρχουν μερικές φορές μορφές «λατρείας» που έχουν προσαρμοστεί σ’ αυτές τις πιο σύγχρονες, αφηρημένες ιδέες περί θεότητας. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η Χριστιανική Επιστήμη. Αφού αυτό το κίνημα, το οποίο προηγήθηκε της Σαηεντολογίας κατά περισσότερα από εβδομήντα χρόνια, έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τη Σαηεντολογία και αφού η Χριστιανική Επιστήμη έχει προ πολλού αναγνωριστεί ως θρησκεία, εξερευνούμε πιο διεξοδικά τη νοοτροπία αυτού του κινήματος απέναντι στη λατρεία. Στη Χριστιανική Επιστήμη, ο Θεός ορίζεται ως «Αρχή», «Ζωή», «Αλήθεια», «Αγάπη», «Νους», «Πνεύμα», «Ψυχή». Αυτές οι απρόσωπες αφηρημένες έννοιες δεν απαιτούν εκδηλώσεις υποταγής και ευλάβειας, και τέτοιου είδους τάσεις εκφράζονται λίγο, μόνο στις εκκλησιαστικές λειτουργίες της Χριστιανικής Επιστήμης. Οι απόψεις της Μέρι Μπέικερ Έντι (ιδρύτριας της Χριστιανικής Επιστήμης), σχετικά με τη λατρεία, αντιπροσωπεύονται σ’ αυτά τα αποσπάσματα από το βιβλίο της, Επιστήμη και Υγεία με Κλειδί των Γραφών:
Οι προφορικές προσευχές δεν μπορούν ποτέ να υποκαταστήσουν την πνευματική κατανόηση... Οι μακροσκελείς προσευχές, οι προλήψεις και τα δόγματα κόβουν τα φτερά της αγάπης και ντύνουν τη θρησκεία με ανθρώπινη μορφή. Ό,τι υλοποιεί τη λατρεία εμποδίζει την πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου και τον εμποδίζει από το να επιδείξει την ισχύ του επί των λαθών.
Εφαρμόζεις το «Αγάπα τον Κύριο και Θεό σου με όλη σου την καρδιά και με όλη σου την ψυχή και με όλον σου τον νου»; Αυτή η εντολή περιλαμβάνει πολλά, ακόμα και την εγκατάλειψη σχεδόν κάθε υλικής αίσθησης, αφοσίωσης και λατρείας.
Η ιστορία του Ιησού δημιούργησε ένα νέο ημερολόγιο, το οποίο ονομάζουμε χριστιανική εποχή· ωστόσο, δεν εδραίωσε κάποιο τελετουργικό λατρείας.
Είναι λυπηρό ότι η έκφραση «Θεία Λειτουργία» έχει φτάσει να σημαίνει τόσο ευρέως τη δημόσια λατρεία αντί για καθημερινές πράξεις.
Λατρεύουμε πνευματικά μόνο όταν παύουμε να λατρεύουμε υλιστικά. Η πνευματική ευσέβεια είναι η ψυχή του Χριστιανισμού. Η λατρεία μέσω της ύλης είναι παγανισμός. Ο ιουδαϊκές και άλλες τελετουργίες είναι μορφές και απομεινάρια της πραγματικής λατρείας.
Οι Ισραηλίτες επικέντρωσαν τη σκέψη τους στην ύλη κατά την προσπάθειά τους να λατρέψουν το πνευματικό. Γι’ αυτούς, η ύλη είχε ουσία και το Πνεύμα ήταν μια σκιά. Σκέφτηκαν να λατρέψουν το Πνεύμα από μια υλιστική άποψη, αλλά αυτό ήταν αδύνατον. Μπορεί να επικαλούνται τον Ιεχωβά, αλλά οι προσευχές τους δεν απέδειξαν ότι εισακούονταν, γιατί αυτοί δεν κατανοούσαν αρκετά τον Θεό ώστε να είναι ικανοί να επιδείξουν τη δύναμη που έχει Εκείνος να θεραπεύει.
Αν και οι πιστοί της Χριστιανικής Επιστήμης χρησιμοποιούν την Προσευχή του Κυρίου στις συναθροίσεις τους, αυτή η προσευχή ερμηνεύεται με ένα πλήθος πεποιθήσεων που συνάδουν με τις διδασκαλίες της Έντι. Η σιωπηλή προσευχή στη Χριστιανική Επιστήμη είναι μια διαβεβαίωση «αληθειών», όχι ικεσίας. Ο Θεός είναι μια «Αρχή» που πρέπει να εφαρμόζεται, όχι ένα «Ον» που πρέπει να εξευμενίζουμε ή να κατευνάζουμε. Έτσι, η λατρεία στη Χριστιανική Επιστήμη είναι διαφορετικού τύπου, διάθεσης και έκφρασης από τη λατρεία σε παραδοσιακές Εκκλησίες.
VIΙΙ.VI. Λατρεια που Καθοριζεται απο τουσ Σκοπουσ τησ, οχι απο τη μορφη τησ
Τα προαναφερθέντα σχόλια σχετικά με τις ποικιλίες της λατρείας δείχνουν την ανάγκη –αν λάβουμε υπόψη όλες τις κατάλληλες εμπειρικές αποδείξεις– για έναν πολύ πιο ευρύ ορισμό της λατρείας απ’ αυτόν στον οποίο έχει περιοριστεί και από τον οποίο εξαρτάται, σύμφωνα με τις πεποιθήσεις μίας συγκεκριμένης παράδοσης. Οι παραδοσιακές μορφές στις χριστιανικές Εκκλησίες δεν εξαντλούν όλες τις διαφορετικές εκδοχές στις οποίες η λατρεία μπορεί να υπάρχει και όντως υπάρχει (ακόμα και μέσα στις χριστιανικές Εκκλησίες). Θα πρέπει να γίνει ένας διαχωρισμός μεταξύ των εξωτερικών μορφών λατρείας (οι οποίες μπορεί να είναι ιδιαίτερες, τοπικές, περιφερειακές ή εθνικές) και των σκοπών της λατρείας, τους οποίους θα μπορούσαμε να παρουσιάσουμε ως οικουμενικούς. Ο σκοπός της λατρείας είναι να εγκαθιδρύσει μια αρμονική σχέση μεταξύ του πιστού και του απόλυτου υπερφυσικού (όντος, αντικειμένου, νόμου, αρχής, διάστασης, «βάσης ύπαρξης» ή «έννοιας») με όποιον τρόπο κι αν εκλαμβάνεται αυτό το απόλυτο από τη θρησκευτική ομάδα στην οποία ανήκει ο πιστός, με σκοπό τη δική του απόλυτη επίτευξη σωτηρίας ή διαφώτισης. Η έμφαση στο ότι τα καθοριστικά χαρακτηριστικά της λατρείας βρίσκονται στον σκοπό της καθιστά προφανή την πολιτιστική σχετικότητα των διαφόρων μορφών που παίρνει η λατρεία. Από τη στιγμή που η λατρεία ορίζεται βάσει των σκοπών της, μπορούμε να αντιληφθούμε διάφορες μορφές του απόλυτου, από τα είδωλα μέχρι τους υπερβατικούς νόμους. Έτσι, ένα είδωλο λατρεύεται ως δεσποτική οντότητα που απονέμει χάρες ή επιφέρει τραυματισμούς. Η λατρεία μιας ανθρωπομορφικής θεότητας δίνει έμφαση περισσότερο σε μια σχέση εμπιστοσύνης, αλλά και ανεξαρτησίας. Η λατρεία πιο πολύπλοκων εννοιών ενός υπέρτατου όντος θέτει λιγότερη έμφαση στο ευμετάβλητο των συναισθημάτων της θεότητας και τονίζει την αναζήτηση αρμονίας των διαθέσεων σύμφωνα με πιο γενικές ηθικές αρχές. Η λατρεία μιας ολοκληρωτικά αφηρημένης πραγματικότητας, νόμου ή διάστασης, τείνει να ασχολείται με τη διάχυση της γνώσης, την επίτευξη της διαφώτισης και την πραγματοποίηση του πλήρους δυναμικού του ανθρώπου. Όλοι αυτοί οι στόχοι, που καθορίζονται με διαφορετικούς τρόπους, μπορεί να ειδωθούν ως μέρος της αναζήτησης του ανθρώπου για σωτηρία, με όσο διαφορετικούς τρόπους κι αν γίνεται αντιληπτή η σωτηρία αυτή. Η ευλάβεια για το απόλυτο, για τη «βάση ύπαρξης» του ανθρώπου, όπως κι αν αυτή περιγράφεται, είναι ένα γενικό χαρακτηριστικό σεβασμού και ενδιαφέροντος για τη ζωή, το οποίο δεν εξαρτάται από κανένα πρότυπο συμπεριφοράς ή σύνολο κανόνων που να συνδέεται με κάποιον συγκεκριμένο πολιτισμό.
VIΙΙ.VII. Η Παρακμη του Ποιητικου Τροπου Λατρειασ
Σε πολυθρησκευτικές κοινωνίες η έννοια του τι συνιστά λατρεία πρέπει να δηλωθεί με αφηρημένους όρους, αν θέλουμε να αναγνωρίσουμε δεόντως την ποικιλία των θρησκειών. Οι πρόσφατες και συνεχείς αλλαγές στη θρησκεία κινούνται προς μια έκφραση πιο αφηρημένη, που μπορεί πιο εύκολα να διατυπωθεί με οικουμενικούς όρους. Αυτό ισχύει όχι μόνο μεταξύ των σημαντικότερων θεολόγων και του κλήρου, αλλά φαίνεται επίσης και μεταξύ πολλών νέων θρησκευτικών κινημάτων. Στην εποχή της επιστήμης και της τεχνολογίας, η αντίληψη του ανθρώπου για τη θεότητα ή για το απόλυτο τείνει να γίνεται αντιληπτή με όρους που συνάδουν περισσότερο με την επιστημονική και την τεχνική εμπειρία, ακόμα κι αν αυτός ο τύπος γλώσσας και αντίληψης έρχεται σε αντίθεση με τις παραδοσιακές ποιητικές περιγραφές που κάποτε ήταν τυπικές της θρησκευτικής έκφρασης. Το ποιητικό ύφος εγκαταλείπεται σταθερά, όχι μόνο στα νέα κινήματα, αλλά και στις ονομαζόμενες ως παραδοσιακές Εκκλησίες, όπως μπορεί κανείς να δει στις μεταρρυθμίσεις σχετικά με τη λειτουργία στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία από τη Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο του Βατικανού και στην αντικατάσταση του Βιβλίου της Κοινής Προσευχής της Εκκλησίας της Αγγλίας από ένα είδος πιο πεζής, ιδιωματικής και καθομιλουμένης έκφρασης. Πέρα απ’ αυτές τις Εκκλησίες, σε κινήματα που δεν έχουν την υποχρέωση να έχουν ούτε τον υποτυπώδη σεβασμό στην παράδοση, η δημιουργία μιας νέας γλώσσας και νέων μορφών λειτουργίας απολαμβάνει ακόμα μεγαλύτερη ελευθερία. Μεταξύ αυτών των κινημάτων είναι και η Σαηεντολογία.
VIΙΙ.VIII. Η Επικοινωνια ωσ Λατρεια
Η Σαηεντολογία παρουσιάζει μια εντελώς αφηρημένη έννοια του Υπέρτατου Όντος, ως Όγδοο Δυναμικό. Οι Σαηεντολόγοι επιδιώκουν να διευρύνουν την επίγνωσή τους και την κατανόησή τους για να ενστερνιστούν όλες τις διαστάσεις της ύπαρξης, με σκοπό να βοηθήσουν και να συμμετάσχουν στην επιβίωση του Υπέρτατου Όντος ή, αλλιώς, της Αιωνιότητας. Οι Σαηεντολόγοι τιμούν τη ζωή και αναγνωρίζουν τον Θεό ως μια υπέρτατη βάση ύπαρξης, αλλά αυτή η αναγνώριση δε συνεπάγεται συγκεκριμένους τύπους συμπεριφοράς που να θυμίζουν έστω και λίγο τις ενέργειες που θεωρούνται ότι αποτελούν «λατρεία» στις παραδοσιακές χριστιανικές Εκκλησίες. Η Σαηεντολογία αποτελεί ένα κίνημα που συμπεριλαμβάνει ανθρώπους από διαφορετικά θρησκευτικά υπόβαθρα, πράγμα που δίνει έμφαση στις νέες αντιλήψεις για τη δημιουργία, το νόημα της ζωής και τη σωτηρία, και οι διδασκαλίες της υιοθετούν στοιχεία από περισσότερες από μία από τις μεγάλες θρησκευτικές παραδόσεις, καθώς και από ευρείς επιστημονικούς τρόπους σκέψης. Επομένως, αρμόζει απολύτως το ότι η Σαηεντολογία παρουσιάζει τις θεωρίες της με αφηρημένους και οικουμενικούς όρους, και η αντίληψή της περί λατρείας προσαρμόζεται σ’ αυτόν τον τρόπο σκέψης. Η γενική θέση της έχει εκφραστεί ως εξής: «Στη Σαηεντολογία, ορίζουμε τη λατρεία με γνώμονα την επικοινωνία. Αυτός που λατρεύει αποτελεσματικά είναι αυτός που θεωρεί τον εαυτό του ικανό να καλύψει την απόσταση που χρειάζεται για να επικοινωνήσει με το Υπέρτατο Ον». (Η Σαηεντολογία ως Θρησκεία, σελ. 30)
Η Σαηεντολογία αποτελεί ένα κίνημα που συμπεριλαμβάνει ανθρώπους από διαφορετικά θρησκευτικά υπόβαθρα, πράγμα που δίνει έμφαση στις νέες αντιλήψεις για τη δημιουργία, το νόημα της ζωής και τη σωτηρία.
Η ουσία της Σαηεντολογίας είναι η κατανόηση μέσω της επικοινωνίας: επικοινωνία με το παρελθόν του ίδιου του θήταν και με το περιβάλλον· υπό αυτή την έννοια, μπορεί να παρομοιαστεί με την επικοινωνία που λαμβάνει χώρα κατά τη χριστιανική λατρεία, την επικοινωνία την οποία επιδιώκει το άτομο με τη θεότητα μέσω της προσευχής και της δοξολογίας όταν, πραγματικά, το άτομο λειτουργεί ως ένας «κοινωνός», όπως το ονομάζουν οι παραδοσιακές Εκκλησίες. Ο σκοπός είναι, σε μεγάλο βαθμό, ο ίδιος: η αποκάθαρση του ατόμου και η αποκατάσταση της ψυχής του ως μέρος της πιο μακροπρόθεσμης διαδικασίας της σωτηρίας. Στη Σαηεντολογία, υπάρχουν δύο θεμελιώδεις μορφές τέτοιας επικοινωνίας: το ώντιτινγκ και η εκπαίδευση.
Το ώντιτινγκ συμβαίνει ως προσωπική επικοινωνία του ατόμου (δηλαδή, του θήταν) με το παρελθόν του, με τη μεσολάβηση του ώντιτορ και του Ηλεκτρόμετρου, αλλά αυτή είναι ουσιαστικά μια διαδικασία που φέρνει το άτομο σε καλύτερη σχέση με τον αληθινό και αυθεντικό εαυτό του και, υπό αυτή την έννοια, επιδιώκει να το φέρει σε επαφή με μια βασική πνευματική αλήθεια.
Η εκπαίδευση στις Σαηεντολογικές Γραφές αποτελεί επικοινωνία με τις θεμελιώδεις αλήθειες και βάσεις της ύπαρξης. Μέσω της αυξημένης κατανόησης, το άτομο επιδιώκει καλύτερη επικοινωνία με τον βασικό του εαυτό, με τους άλλους και με όλη τη ζωή. Αυτές οι δραστηριότητες, επίσης, μοιράζονται στοιχεία χαρακτηριστικά της λατρείας, ακόμα και εάν, σ’ αυτό το σύγχρονο πλαίσιο, έχουν ξεπεραστεί τα στοιχεία, όπως η λατρεία (μιας θεότητας), το παμπάλαιο ενδιαφέρον για τον εξευμενισμό της και οι αρχαίες διαδικασίες κατευνασμού.
VIII.IX. Ο Σαηεντολογικοσ Στοχοσ για Επιβιωση
Ο όρος-κλειδί, που αποκαλύπτει τον σκοπό των λειτουργιών που διεξάγονται σε ένα παρεκκλήσι της Σαηεντολογίας, είναι η «επιβίωση», μια έννοια στην οποία δίνεται έμφαση συχνά στη βιβλιογραφία της Σαηεντολογίας. Η «επιβίωση» είναι, πάντως, απλώς ένα σύγχρονο συνώνυμο για την παλιά θρησκευτική έννοια της «σωτηρίας», και η σωτηρία είναι ο κύριος σκοπός όλων των θρησκειών· η εδραίωση μιας αρμονικής σχέσης μεταξύ της πανίσχυρης θεότητας και του εξαρτημένου πιστού, που θα οδηγήσει στη μείωση ή στην εξάλειψη των δυσάρεστων και κακών εμπειριών και τον πολλαπλασιασμό των ωφελημάτων που θα φτάσουν στο αποκορύφωμά τους με το απώτατο όφελος της συνέχισης της ζωής. Η Σαηεντολογία ενδιαφέρεται για τη σωτηρία του θήταν, για την απελευθέρωσή του από τα βάσανα της ύλης, της ενέργειας, του χώρου και του χρόνου και, σε πιο στενά πλαίσια, ενδιαφέρεται για τη δυνατότητά του να υπερβεί τις ανικανότητες του σώματος και τις αντιξοότητες της καθημερινής ζωής. Ο θήταν, ως η υπερ-ανθρώπινη οντότητα ή, αλλιώς, ψυχή, υπήρχε πριν το φυσικό σώμα και έχει τη δυνατότητα να επιβιώσει και μετά τον σωματικό θάνατο. Αυτή η επιβίωση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την επιβίωση του Όγδοου Δυναμικού, του Υπέρτατου Όντος, και οι λειτουργίες του ώντιτινγκ και της εκπαίδευσης στη Σαηεντολογία ενισχύουν τη συναίσθηση αυτής της υπέρτατης πραγματικότητας. Η πρακτική είναι, επομένως, μια ευκαιρία για τους συμμετέχοντες να ανανεώσουν και να ενισχύσουν την αντίληψη που έχουν για το υπερφυσικό. Με την ευρύτερη έννοια που εξερευνήσαμε παραπάνω, αυτή είναι μια ευκαιρία για λατρεία και διαφώτιση.
VIII.X. Ωντιτινγκ και Εκπαιδευση
Οι κεντρικές δραστηριότητες της Σαηεντολογίας είναι το ώντιτινγκ και η εκπαίδευση. Αυτοί είναι οι παράγοντες για την πνευματική σωτηρία. Μόνο μέσω αυτών των παραγόντων μπορεί ο θήταν –δηλαδή, το άτομο– να ελευθερωθεί και να επιτύχει την πνευματική κατάσταση του να είναι «σε θέση αιτίας» στη ζωή και στον υλικό κόσμο. Το ώντιτινγκ, το οποίο φέρνει το άτομο αντιμέτωπο με το ίδιο του το παρελθόν και τις τραυματικές του εμπειρίες, το βοηθά να εδραιώσει τον έλεγχο στη ζωή του και το απελευθερώνει από τις παράλογες παρορμήσεις της αντιδραστικής διάνοιας. Έτσι, με το να λαμβάνει ώντιτινγκ, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο πρηκλήαρ ξεκινά ένα ταξίδι πνευματικής αναζήτησης για τη σωτηρία, τα ωφελήματα του οποίου συσσωρεύονται και τελικά οδηγούν σε μια κατάσταση όπου ο θήταν παύει να «διαταράσσεται» από τις υλικές καταστάσεις (ΜΕΣΤ). Ένα τέτοιο ταξίδι πνευματικής αναζήτησης, με τη σωτηρία στο τέρμα του, όσο κι αν μπορεί να διαφέρουν οι φαινομενικές του μορφές και οι δογματικές του λεπτομέρειες, είναι η κεντρική και κυριαρχική αρχή σε όλες τις εξελιγμένες θρησκείες στον κόσμο.
Η εκπαίδευση κατευθύνεται προς τη μετάδοση σοφίας σε οποιονδήποτε αναζητά τη διαφώτιση και απευθύνεται σε εκείνους που ασχολούνται με το να βοηθούν άλλους στη δική τους απόπειρα να επιτύχουν τη σωτηρία. Αναμφίβολη σ’ αυτή τη διαδικασία είναι η ανάγκη να έρθει το άτομο αντιμέτωπο με τις παρελθοντικές οδυνηρές του εμπειρίες και να ξεπεράσει την τάση να μεταθέτει την ευθύνη σε άλλους για τις δικές του αποτυχίες. Η εκπαίδευση γι’ αυτόν τον σκοπό επιτυγχάνεται μέσω μιας σειράς από ιεραρχικά οργανωμένα μαθήματα στα οποία ο μαθητής μαθαίνει τις τεχνικές του ώντιτινγκ και τελειοποιεί την παράδοσή του. Μόλις επιτύχει το κατάλληλο επίπεδο ποιότητας, θεωρείται ότι μπορεί να το εφαρμόσει αποτελεσματικά σε οποιονδήποτε πρηκλήαρ. Η εκπαίδευση είναι οργανωμένη σε ένα εντατικό πρόγραμμα και οποιοσδήποτε έχει τύχει μάρτυρας της έντονης αφοσίωσης αυτών που παρακολουθούν τα μαθήματα εκπαίδευσης, όπως εγώ σε επισκέψεις μου στην Εκκλησία της Σαηεντολογίας στην Έπαυλη του Σαιντ Χιλ, δεν μπορεί παρά να εντυπωσιαστεί από την αποφασιστικότητα και τη σοβαρότητα που εκδηλώνουν γενικά οι μαθητές όσον αφορά τον σκοπό τους, κάτι που είναι ασφαλώς μια θρησκευτική δέσμευση.
VIII.ΧI. Το Σφαλμα στην Υποθεση Segerdal
Η Σαηεντολογία είναι μια θρησκεία της οποίας η οργάνωση, γενικά, δεν ακολουθεί τις παραδοσιακές εκκλησιαστικές γραμμές. Σε μια εποχή που, μπροστά στη σύγχρονη επανάσταση στις επικοινωνίες, οι εδραιωμένες Εκκλησίες αρχίζουν να αναγνωρίζουν τους περιορισμούς των εκκλησιαστικών δομών και να πειραματίζονται με άλλα πρότυπα λατρείας, η Σαηεντολογία έχει ήδη αναπτύξει μια νέα και πιο εντατική διαδικασία για τα πνευματικά της λειτουργήματα. Η σχέση ένας προς έναν, που απαιτείται από το ώντιτινγκ και το εντατικό σύστημα εκπαίδευσης των ώντιτορ, αποτελούν ένα πρότυπο μέριμνας για την πνευματική πρόοδο του κάθε μεμονωμένου ατόμου η οποία υπερβαίνει κατά πολύ, όσον αφορά την ποιμαντορική φροντίδα, οτιδήποτε θα μπορούσε να προσφερθεί από συμβατικές μορφές εκκλησιαστικών λειτουργημάτων.
Σε αντίθεση με την κοινή αντίληψη, η αναγνώριση των πρακτικών της Σαηεντολογίας, ως πρακτικές λατρείας, δεν έχει γίνει ακόμα από το δικαστήριο. Σε μια παλαιά δικαστική υπόθεση, την Regina v Registrar-General Ex parte Segerdal and Another, που έλαβε χώρα το 1970, το κεντρικό θέμα ήταν το κατά πόσον ένα κτίριο της Εκκλησίας της Σαηεντολογίας, που βρίσκεται στο Ανατολικό Γκρίνστεντ, πληρούσε τις προϋποθέσεις ως «τόπος θρησκευτικής λατρείας», με την αιτιολόγηση ότι οι λειτουργίες που διεξήγαγε εκεί η Εκκλησία ανταποκρίνονταν στα κριτήρια που θεωρούνταν ως καθοριστικά για το τι αποτελεί λατρεία. Αυτές οι λειτουργίες αποτελούνταν από τελετές, όπως εβδομαδιαία κηρύγματα και άλλες συναθροίσεις, βαπτίσεις, νεκρώσιμες ακολουθίες και γαμήλιες τελετές. Παρόλο που σε αυτή την υπόθεση ο Λόρδος Ντένινγκ αποφάνθηκε ότι αυτές οι συγκεκριμένες λειτουργίες δε συνιστούσαν λατρεία, στην πραγματικότητα, ο πυρήνας της θρησκευτικής πρακτικής στην Εκκλησία της Σαηεντολογίας βρίσκεται στις διαδικασίες του ώντιτινγκ και της εκπαίδευσης. Για τους Σαηεντολόγους, αυτές είναι οι δραστηριότητες κατά τις οποίες συμβαίνει η λατρεία –ως επικοινωνία με την πνευματική πραγματικότητα–, όχι οι λειτουργίες που καθόρισε το Δικαστήριο στην υπόθεση Segerdal. Φυσικά, αυτές οι δραστηριότητες λατρείας μπορεί να μη συνάδουν με το μοντέλο στο οποίο προσφεύγουν τα δικαστήρια που έχουν υπόψη τη χριστιανική λατρεία, αφού εδώ δεν πρόκειται για ευλάβεια προς μια θεότητα αλλά για λατρεία όπως την κατανοούν αυτοί που την ασκούν.
Είναι προφανές από όσα έχουν προταθεί παραπάνω (Παράγραφοι
Δεδομένης αυτής της περιορισμένης κατανόησης του Υπέρτατου Όντος, η στάση της εξάρτησης, που είναι συνήθης στον Χριστιανισμό, μαζί με την ικεσία, την ευλάβεια, τις δοξολογίες και τις προσευχές για θεία παρέμβαση δεν αρμόζουν. Εξίσου δε θα άρμοζαν στους χριστιανούς που ενστερνίζονται τις φόρμουλες ορισμού του Υπέρτατου Όντος που προτείνουν οι σύγχρονοι θεολόγοι (βλέπε Παράγραφο IV.ΙΙ.). Η ευλάβεια δεν απουσιάζει μεταξύ των Σαηεντολόγων, οι οποίοι αντιλαμβάνονται την ίδια τη δημιουργία ως αντικείμενο ευλάβειας αλλά, χωρίς έναν ανθρωπομορφικό Θεό, τα στοιχεία και η μορφή λατρείας της ιουδαιο-χριστιανικής παράδοσης γίνονται ανεφάρμοστα. Όταν αντιλαμβανόμαστε ότι η ουσία της λατρείας είναι ο σκοπός και οι στόχοι της αντί για τις εξωτερικές της μορφές, δεν είναι δύσκολο να παραδεχτούμε τις Σαηεντολογικές πρακτικές ως μια μορφή λατρείας.