Η ακαδημαϊκή μελέτη των θρησκειών ξεκίνησε στη Δύση στις αρχές του 19ου αιώνα, λόγω της ανάπτυξης της σκέψης, ανάπτυξη την οποία είχαν ενθαρρύνει οι φιλόσοφοι της περιόδου της διαφώτισης κατά τον 18ο αιώνα στην Ευρώπη. Όταν νέες πληροφορίες, που συνέλεξαν εξερευνητές και ιεραπόστολοι σχετικά με αρχαίες θρησκευτικές παραδόσεις (ειδικά με φιλοσοφίες της Ινδίας και της Άπω Ανατολής), έφτασαν σε λόγιους κύκλους στην Ευρώπη, κατέστη απαραίτητο να ορίσουμε εκ νέου τον ίδιο τον ορισμό της θρησκείας.
Η έννοια, η οποία μέχρι αυτό το σημείο σήμαινε μόνο Χριστιανισμός και Ιουδαϊσμός –μερικές φορές επίσης Ισλαμισμός– άρχισε να καλύπτει τέτοιες ανατολικές θρησκευτικές φιλοσοφίες, όπως ο Ινδουισμός, ο Βουδισμός, ο Κομφουκιανισμός, ο Ταοϊσμός, ο Σιντοϊσμός, ο Ζωροαστρισμός κ.λπ. Ο τρόπος που προσεγγίζει τα πράγματα ο νέος κλάδος σπουδών, που ονομάζεται «ιστορία των θρησκειών» ή «συγκριτική θρησκειολογία», απέκτησε χαρακτήρα γενικό και συγκριτικό.
Η φαινομενολογία της θρησκείας, ως ένας από τους κύριους κλάδους της, κατέδειξε μια τέτοια ποικιλία στο πεδίο αυτό που ήταν δύσκολο για τους μελετητές των θρησκειών να παρουσιάσουν έναν συνοπτικό ορισμό, ο οποίος ταυτόχρονα να περιλαμβάνει τα πιο θεμελιώδη στοιχεία σχετικά με τη θρησκευτικότητα και να ισχύει για οποιαδήποτε θρησκεία στον κόσμο, είτε πρόκειται για θρησκεία που χρειάζεται μελέτη είτε για θρησκεία που δε χρειάζεται μελέτη. Μία από τις πολλές προσπάθειες ορισμού της θρησκείας βασίστηκε στο κριτήριο της έννοιας του «Θεού» ή της «θεότητας», μέχρι τη στιγμή που οι μελετητές ανακάλυψαν ότι ο Βουδισμός, ως μία από τις αποκαλούμενες παγκόσμιες θρησκείες, –τουλάχιστον στη θεωρία– προσπάθησε να τονίσει τον ειδικό της χαρακτηρισμό ως «αθεϊστικής» θρησκείας.
Η στενή αντίληψη της θρησκείας, η οποία ωθείται πιεστικά από κρατικούς λειτουργούς περισσότερο παρά από μελετητές της θρησκείας, χρειάζεται επανεξέταση στον σύγχρονο κόσμο. Η λέξη «religion» (θρησκεία), που υπάρχει με τη μία ή την άλλη μορφή στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, δηλαδή, στις γερμανικής προέλευσης γλώσσες, στις λατινογενείς και στις σλαβικές, προέρχεται από τη λατινική λέξη «religio». Η έννοια αυτή, συγκεκριμένα, περιλαμβάνει την ιδέα της εξάρτησης από κάτι το «θεϊκό». Αντίστοιχα, η αρχή στα λατινικά «cuius regio eius religio» (όποιου είναι το βασίλειο, αυτού είναι και η θρησκεία), σήμαινε ότι ο αυτοκράτορας ή ο ηγεμόνας είχε την εξουσία, από τον 16ο αιώνα, να αποφασίζει με ποιον τρόπο οι συμπατριώτες του θα έπρεπε να πιστεύουν και να συμπεριφέρονται στην Ευρώπη τής μετά τη Μεταρρύθμιση εποχής. Ωστόσο, το όλο πρόβλημα της ύπαρξης των θεϊκών ή κοινωνικών «δεσμών» αυτού του είδους ταιριάζει πολύ με τον δυτικό τρόπο σκέψης, και η ίδια η ιδέα, στην πραγματικότητα, απουσιάζει τελείως από πολλούς πολιτισμούς στον κόσμο.
Έτσι, αυτό το είδος της δυτικής αντίληψης της θρησκείας μπορεί να εφαρμοστεί μόνο με τη βία στις αρχαίες ανατολικές θρησκευτικές και φιλοσοφικές παραδόσεις. Έχει γίνει ακόμη και μια τέτοιου είδους δήλωση κατά την οποία οι τρεις κύριες παραλλαγές του τρόπου με τον οποίο οι Κινέζοι θεωρούν τον κόσμο, ο Ταοϊσμός, ο Κομφουκιανισμός και ο Βουδισμός, δεν είναι καθόλου θρησκείες σύμφωνα με την έννοια που δίνει η Δύση στη λέξη, αλλά μάλλον «τρία Ταό» ή «δρόμοι» που καταλήγουν σε έναν προορισμό, πράγμα το οποίο αποτελεί τη βασική αρχή της αρμονίας ανάμεσα στο Γιανγκ και το Γιν.
Με άλλα λόγια, υπάρχουν πολλοί πολιτισμοί στον κόσμο που φαίνεται να είναι πολύ θρησκευόμενοι, παρά το γεγονός ότι τα έχουν καταφέρει χωρίς να έχουν, στις αντίστοιχες γλώσσες τους, έννοιες που να σχετίζονται με το περιεχόμενο του όρου «religio». Αυτό αφορά ιδιαίτερα τους βόρειους πολιτισμούς, στον παλιό και τον νέο κόσμο, στους οποίους έχουμε κάνει έρευνες: οι άνθρωποι ασκούν τελετουργικά που έχουν σχέση με τον ανιμισμό και τον σαμανισμό, χωρίς να τα ονομάζουν θρησκείες. Μια δήλωση που μας έκανε το 1994 μια σαμάνος στη Νανάι, στην περιοχή του Κάτω Αμούρ, στη νοτιοανατολική Σιβηρία, μπορεί να αναφερθεί ως χαρακτηριστικό παράδειγμα: «Ο Χριστιανισμός είναι ρώσικος. Εμείς έχουμε μόνο τους δικούς μας σαμάνους».
Ένα άλλο τρέχον πρόβλημα αφορά τον ρόλο των πολλών σύγχρονων λειτουργικών εναλλακτικών των θρησκειών. Η πρόσφατη παγκόσμια ιστορία δείχνει ότι τέτοιες προσπάθειες, όπως ο κομμουνισμός, ο μαρξισμός και ο μαοϊσμός, να φτιαχτεί ένα «μη θρησκευτικό» κράτος και μια τέτοια κοινωνία, υπήρξαν πολύ ανεπιτυχείς.